- σίττυβα
- και σιττύβη, ἡ, Α1. (κυρίως ο τ. σιττύβη) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) «ἔνδυμα δερμάτινο, γούνα»2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σιττύβαι(κατά τον Ησύχ.) «δερμάτιναι στολαίτὰ μικρὰ ἱμαντάρια».[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει διπλό σύμφωνο (-ττ-) και επίθημα -βος, τα οποία απαντούν και σε άλλους τ. τού καθημερινού λεξιλογίου. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον νεοελλ. διαλεκτικό τ. σίτα / σίττα, που χρησιμοποιείται για την ονομασία της κατσίκας, ενώ, κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λ. πελασγικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.